- υδραργυραλοιφή
- η, Ν(φαρμ.) αλοιφή που περιέχει υδράργυρο ή ενώσεις τού υδραργύρου και την οποία χρησιμοποιούσαν στη δερματολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + αλοιφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Φαρμακευτικόν Δελτίον].
Dictionary of Greek. 2013.